πέπνυμαι

πέπνυμαι
Α
1. έχω πνοή ή ψυχή, ζω
2. έχω ακέραιες τις πνευματικές μου δυνάμεις, λειτουργεί το μυαλό μου
3. μτφ. α) (για πρόσ.) είμαι συνετός, φρόνιμος
β) (για πράγματα) είμαι σωστός
4. (η μτχ. αρσ. ενεστ. ως ουσ.) oἱ πεπνυμένοι
οι έμπειροι
5. φρ. «πεπνυμένα ἀγορεύειν» — το να μιλάει κανείς με σύνεση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. παρακμ. πέπνυμαι, το β' ενικό παθ. αορ. πνυθείης και το επίθ. πνυτός
έμφρων, σώφρων (Ησύχιος) συνδέονται με τους σημασιολογικά συναφείς τ.: πινυτός «σοφός», πινυτή «σοφία, σύνεση, εξυπνάδα», πινύσχω «συνετίζω, νουθετώ» και πινύσσω, πίνυσις
σύνεσις και πινυμένην
συνετήν (Ησύχ.). Σοβαρά μορφολογικά προβλήματα ωστόσο γεννά η εναλλαγή στα θέματα πνῡ- τών πέ-πνυ-μαι, πνυτός και πινυ- τών πινυτή, πίνυσις. Κατά μία άποψη, οι τ. πινυτή, πινύσχω έχουν σχηματιστεί από θ. πενυ- με κλειστότερη προφορά του -ε- σε -ι- πριν από έρρινο σύμφωνο, ενώ οι τ. πέ-πνυ-μαι, πνῦ-τός από τη μηδενισμένη βαθμίδα του θέματος. Κατά την ίδια άποψη, οι τ. πινυτός και πνῡτός αντιστοιχούν φωνητικά με τα λατ. genitus / gnātus. Κατ' άλλους, αρχικός τ. τού συστήματος πρέπει να θεωρηθεί ο αμάρτυρος ενεστ. *πύ-νυ-μαι (με ενεστωτικό επίθημα -νυ-, πρβλ. δείκ-νυ-μι, που διατηρείται σε όλους τους τ. τού συστήματος, πρβλ. πίνυσις, πινυμένην) από όπου με ανομοίωση *πί-νυ-μαι από ρίζα *peu- / *pu- (πρβλ. αρχ. σλαβ. pytati «εξετάζω διεξοδικά»). Σύμφωνα με την τελευταία άποψη, ο παρακμ. πέπνῡμαι και το επίθ. πνῡτός σχηματίστηκαν με συγκοπή τού -ι-, ενώ το μακρό -- τών τ. οφείλεται σε μετρική έκταση. Η άποψη, τέλος, που συνδέει τους προηγούμενους τ. με το ρ. πνέω προσκρούει σε σοβαρές σημασιολογικές δυσχέρειες].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πέπνυμαι — to be conscious perf ind mp 1st sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεπνυμένα — πέπνυμαι to be conscious perf part mp neut nom/voc/acc pl (epic) πεπνυμένᾱ , πέπνυμαι to be conscious perf part mp fem nom/voc/acc dual (epic) πεπνυμένᾱ , πέπνυμαι to be conscious perf part mp fem nom/voc sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεπνυμένον — πέπνυμαι to be conscious perf part mp masc acc sg (epic) πέπνυμαι to be conscious perf part mp neut nom/voc/acc sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεπνυμένω — πέπνυμαι to be conscious perf part mp masc/neut nom/voc/acc dual (epic) πέπνυμαι to be conscious perf part mp masc/neut gen sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέπνυσο — πέπνυμαι to be conscious perf imperat mp 2nd sg (epic) πέπνυμαι to be conscious plup ind mp 2nd sg (epic) πέπνῡσο , πνέω blow perf imperat mp 2nd sg πέπνῡσο , πνέω blow plup ind mp 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεπνυμένε — πέπνυμαι to be conscious perf part mp masc voc sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεπνυμένην — πέπνυμαι to be conscious perf part mp fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεπνυμένοι — πέπνυμαι to be conscious perf part mp masc nom/voc pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεπνυμένοις — πέπνυμαι to be conscious perf part mp masc/neut dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεπνυμένος — πέπνυμαι to be conscious perf part mp masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”